Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου στεγάζεται σε ένα σύγχρονο και αρχιτεκτονικά πολύ ενδιαφέρον κτίριο στο κέντρο της Λευκωσίας. Πριν από λίγες ημέρες, μερικές δεκάδες Τουρκοκύπριοι συγκεντρώθηκαν στα σκαλιά του κτιρίου αυτού για μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα υπόθεση με πολλαπλές νομικές και πολιτικές διαστάσεις.
Στο δικαστήριο είχε προσφύγει μια 46χρονη γυναίκα (γεννηθείσα το 1978), η οποία ζητούσε να της αποδοθεί η κυπριακή ιθαγένεια, μιας και η μητέρα της ήταν Τουρκοκύπρια από τη Λεύκα. «Και πού είναι το παράξενο;» θα μπορούσε να αναρωτηθεί κανείς! Πράγματι, σύμφωνα με το «δίκαιο του αίματος» («ius sanguinis») που επικρατεί στην πλειοψηφία των κρατών, το παιδί μπορεί να αποκτήσει την ιθαγένεια της μητέρας ή του πατέρα του. Ετσι, και η 46χρονη θα μπορούσε να αποκτήσει την κυπριακή ιθαγένεια επειδή η μητέρα της ήταν Τουρκοκύπρια. Και όμως τα πράγματα, για μία ακόμη φορά, δεν είναι τόσο απλά!
Η γυναίκα που προσέφυγε στο Κυπριακό Συνταγματικό Δικαστήριο ναι μεν είχε τουρκοκύπρια μητέρα, ο πατέρας της όμως ήταν τούρκος έποικος από τα Αδανα. Σύμφωνα δε με το άρθρο 109 του Κυπριακού νόμου περί Αρχείου Πληθυσμού του 2002, πρόσωπο «που γεννήθηκε στην Κύπρο κατά ή μετά τη 16η Αυγούστου 1960, είναι πολίτης της [Κυπριακής] Δημοκρατίας αν κατά τον χρόνο της γέννησής του ήταν πολίτης της Δημοκρατίας οποιοσδήποτε γονέας αυτού… Νοείται ότι οι διατάξεις του εδαφίου αυτού δεν εφαρμόζονται, εκτός αν το Υπουργικό Συμβούλιο διαφορετικά ήθελε διατάξει, σε περιπτώσεις όπου η είσοδος ή η παραμονή στην Κύπρο οποιουδήποτε των γονέων του εν λόγω προσώπου ήταν παράνομη».
Με άλλες λέξεις: Ακόμα και όταν ο ένας από τους δύο σου γονείς έχει την κυπριακή ιθαγένεια, αν ο άλλος σου γονέας έχει εισέλθει ή παραμένει παράνομα στην Κύπρο δεν αποκτάς την κυπριακή ιθαγένεια. Μόνο το Υπουργικό Συμβούλιο της Κύπρου μπορεί να «σπάσει» τον κανόνα αυτόν σε κάποιες περιπτώσεις, κάτι που δεν συνέβη εν προκειμένω.
Το αίτημα της 46χρονης γυναίκας για απόδοση της κυπριακής ιθαγένειας απορρίφθηκε με βάση τον ανωτέρω νόμο λόγω της ιδιότητας του πατέρα της ως τούρκου εποίκου. Στη συνέχεια προσέφυγε στο Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου, το οποίο το 2020 απέρριψε την προσφυγή της στηριζόμενη στην ίδια ως άνω νομοθετική διάταξη.
Οσον αφορά το επιχείρημα της προσφεύγουσας ότι με τον τρόπο αυτόν εισάγεται δυσμενής διάκριση λόγω εθνοτικής καταγωγής, η Δικαστής απάντησε: «Λόγω της γενικότητας της διατύπωσης της επιφύλαξης του άρθρου 109 η οποία περιορίζεται αποκλειστικά στο νόμιμο ή παράνομο της εισόδου και παραμονής στη [Κυπριακή] Δημοκρατία χωρίς την εισαγωγή οποιοδήποτε άλλου κριτηρίου, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι δημιουργείται οποιαδήποτε ανεπίτρεπτη διάκριση ούτε ότι παραβιάζεται οποιαδήποτε συνταγματική ή υπερνομοθετικής ισχύος διάταξη».
Κατά της απορριπτικής απόφασης του Διοικητικού Δικαστηρίου η γυναίκα προσέφυγε στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Κύπρου. Η υπόθεση συζητήθηκε στις 25 Φεβρουαρίου και δικαιολογημένα προκάλεσε μεγάλο ενδιαφέρον στα κυπριακά Μέσα Ενημέρωσης, αφού η όποια απόφαση του Συνταγματικού Δικαστηρίου θα επηρεάσει την τύχη των τέκνων χιλιάδων μεικτών γάμων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και τούρκων εποίκων. Σύμφωνα μάλιστα με δημοσιεύματα του τουρκοκυπριακού Τύπου, στα κατεχόμενα φέρεται να έχουν τελεστεί περίπου 17.000 τέτοιοι μεικτοί γάμοι.
Στη δίκη ενώπιον του Συνταγματικού Δικαστηρίου η δικηγόρος της προσφεύγουσας υποστήριξε ότι το άρθρο 109 του Κυπριακού νόμου περί Αρχείου Πληθυσμού του 2002 παραβιάζει την αρχή της ισότητας, αφού εισάγει μια έμμεση διάκριση εις βάρος της τουρκοκυπριακής κοινότητας στρεφόμενη κατ’ ουσίαν κατά των τέκνων των μεικτών γάμων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων.
Αν και κανείς δεν μπορεί να προβλέψει την απόφαση ενός Δικαστηρίου, η γενικότητα της διατύπωσης του άρθρου 109 του κυπριακού νόμου που αφορά όλους όσοι έχουν εισέλθει και παραμένουν παράνομα στην Κύπρο (και όχι μόνον τους τούρκους εποίκους), δύσκολα μπορεί να στηρίξει την αποδοχή ενός τέτοιου επιχειρήματος περί έμμεσης διάκρισης.
Πάντως, το νομικό και πολιτικό ενδιαφέρον της υπόθεσης αυτής βρίσκεται αλλού: Ας υποθέσουμε προς στιγμήν ότι πράγματι το άρθρο 109 του κυπριακού νόμου θεσπίστηκε κατά κύριο λόγο για τα τέκνα των μεικτών γάμων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι έμμεσες διακρίσεις λόγω εθνοτικής καταγωγής κατά την απόδοση της ιθαγένειας θα προσέβαλαν μια σειρά αρχές υπερνομοθετικού επιπέδου, με πρώτη απ’ όλες την αρχή της ισότητας.
Τι γίνεται όμως στην περίπτωση της Κύπρου, το 40% των εδαφών της οποίας κατέχεται από την Τουρκία; Η εφαρμογή του «δικαίου του αίματος» και η αδιάκριτη απόδοση της κυπριακής ιθαγένειας στα τέκνα των μεικτών γάμων μεταξύ Τουρκοκυπρίων και Τούρκων δεν θα αποτελούσε μια de facto αναγνώριση της τουρκικής κατοχής; Δεν θα δημιουργούσε τον κίνδυνο ανατροπής της αναλογίας πληθυσμού μεταξύ της ελληνοκυπριακής και της τουρκοκυπριακής κοινότητας, εις βάρος της πρώτης;
Μήπως λοιπόν το διεθνές δίκαιο που επιβάλλει την αποτροπή δημιουργίας τετελεσμένων καταστάσεων και την επαναφορά στην κατάσταση πριν από την τουρκική εισβολή το 1974, δικαιολογεί ενδεχομένως ρυθμίσεις που εισάγουν κάποιες διακρίσεις;
Υπάρχει και κάτι άλλο, εξίσου σημαντικό: Τόσο η ίδια η προσφεύγουσα όσο και οι τουρκοκυπριακές επαγγελματικές οργανώσεις δήλωσαν την ημέρα της δίκης ότι, εάν δεν δικαιωθούν από το Συνταγματικό Δικαστήριο, θα προσφύγουν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο.
Οπως αναφέρεται στην ανακοίνωση των επαγγελματικών σωματείων, «Δεν είναι δυνατόν να αποδεχτούμε τη νοοτροπία της ελληνοκυπριακής πολιτικής ελίτ, που προσεγγίζει το θέμα της ιθαγένειας της Κυπριακής Δημοκρατίας ως πολιτικό εργαλείο και αντικείμενο διαπραγμάτευσης». Αφήνοντας κατά μέρος τα περί «εργαλειοποίησης», το σημαντικό είναι ότι το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θα κληθεί να αποφασίσει για ζητήματα που απορρέουν από την τουρκική κατοχή και εισβολή.
Πέρα από το εάν τέτοια ζητήματα μπορούν να επιλυθούν με δικαστικές αποφάσεις, η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στην υπόθεση «Δημόπουλος κατά Τουρκίας» (που ουσιαστικά ακύρωσε το δικαίωμα των εκτοπισθέντων για επιστροφή των περιουσιών τους) δεν μας κάνει πάντα αισιόδοξους.
Σπύρος Βλαχόπουλος
Καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών
Πηγή: ΤΟ ΒΗΜΑ